21.12.11

ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗΣ - ΘΑΡΡΟΣ 'Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Όπως και να το κάνουμε, οι αδυναμίες δεν κρύβονται. Ακούω Μιχάλη Χατζηγιάννη από το 1998, τότε που σιγανά και ταπεινά τραγουδούσε το "Άγγιγμα ψυχής" του Γιώργου Χατζηνάσιου. Εκείνη την εποχή τον είχα γνωρίσει μάλιστα, του είχα πει πόσο μου άρεσε η φωνή του και κοκκίνισε.... Πώς αλλάζουν οι εποχές.

Ύστερα ήρθαν η εξαιρετική, ατμοσφαιρική και μελαγχολική Παράξενη Γιορτή, το πρωτότυπο και αθώο "Κρυφό Φιλί" και η εκρηκτική "Ακατάλληλη σκηνή". Από εκεί και μετά, ο Χατζηγιάννης εδραιώθηκε και έγινε μάστορας του σουξέ. Όχι άδικα, θα έλεγα. Αγαπημένος μου δίσκος παραμένει το "Φίλοι & εχθροί" γιατί μαζί του ερωτεύτηκα πολύ. Είπαμε, αδυναμίες είναι αυτές. Αργότερα, το "7" ήταν κάπως αμήχανο και βιαστικό, με αδύναμους στίχους, το "Κολάζ" κατά ένα μεγάλο ποσοστό ευτύχησε σε επιλογή ρεπερτορίου αλλά ατύχησε σε ενορχήστρωση και τέλος το περσινό "Καλύτερο ψέμα" ήταν ό,τι πιο πρόχειρο έχει κυκλοφορήσει ποτέ -πιο πρόχειρο και από τα τραγούδια του ΟΤΕ.

Στο θέμα μας. Το "Θάρρος ή αλήθεια" περιέχει 15 τραγούδια σε μουσική του ιδίου και στίχους της Ελεάνας Βραχάλη, του Νίκου Μωραΐτη και του Νίκου Γρίτση. Πρωτότυπο. Κάτι έλεγα πιο πάνω για αδυναμίες... Δεν είναι κακό που στο Χατζηγιάννη ταιριάζουν οι στίχοι των παραπάνω δημιουργών, απλά σχεδόν 10 χρόνια τώρα ακούμε τραγούδια στο ίδιο ύφος... Μουσικό και στιχουργικό. Κλασική αξία και ο Soumka στις ενορχηστρώσεις, με το γνώριμο στιλ του.

Σπάνια αναλύω εναν δίσκο κομμάτι-κομμάτι, track-to-track που λένε. Εδώ θα το κάνω, γιατί μετά 15 πλήρεις ακροάσεις του δίσκου σε 10 μέρες, έχω αρκετά να πω.

Το ομώνυμο πρώτο τραγούδι, εισάγει τον ακροατή στο δίσκο με ήρεμο και γνώριμο θα έλεγα τρόπο. Όπως υποστηρίζει το δελτίο τύπου -παρόλο που συνήθως οι αντίστοιχες αναφορές είναι υπερβολικές- το κομμάτι "Θάρρος ή αλήθεια" θυμίζει όντως κάτι από "Κρυφό φιλί". Με λιτή ενορχήστρωση και απλό, σχεδόν εφηβικό στίχο της Βραχάλη, περνά ωραία μηνύματα ("Σαν παιχνίδι μόνο αξίζει η ζωή/ σαν ταξίδι που θα πάμε μαζί/ Παίξε λίγο δίχως ενδοιασμούς /δε θα φύγω, δεν σ' αφήνω, μ' ακούς"). Συνεχίζουμε με το "Με μια αγκαλιά τραγούδια" σε ρυθμούς ψευτορέγκε και τον τραγουδιστή να ερμηνεύει με παιχνιδιάρικη διάθεση, σχεδόν χαμογελώντας! Τρίτο στη σειρά είναι το "Τρεις ζωές" του Μωραΐτη, το τραγούδι που αμέσως μετά την πρώτη ακρόαση του δίσκου δήλωσα ότι είναι το αγαπημένο μου! Σε ύφος που δε μας έχει συνηθίσει ο δημιουργός ("Περίεργη στεριά/ είν' η αγάπη/ εκεί που λες είναι μακριά/ φαίνεται κάτι/ Εκεί που φτάνω ως το βυθό/ και λέω πεθαίνω/ τα δυο σου χέρια εγώ κρατώ/ κι ανασαίνω"), με απλά-απαλά νοήματα μεταδίδει ειλικρινή ερωτικά συναισθήματα ("Να είχα μια/ να είχα δυο/ να είχα τρεις ζωές εγώ/ Για σένα μια/ για σένα δυο/ για σένα τρεις ζωές να ζω"). Ο ρυθμός και ο ήχος θυμίζουν παραγωγές του τέλους της δεκαετίας του '90. Είναι λίγο... πασέ.

Το "Ό,τι θες (Βασιλιάς)" του Γρίτση είναι ένα απλό ποπ κομμάτι με πιασάρικο ήχο. Έχουμε ακούσει αντίστοιχα κομμάτια αρκετές φορές από το Χατζηγιάννη. Το ίδιο ισχύει και για το "Θα γυρίσεις" της Βραχάλη με τον πιο αμήχανο στίχο του δίσκου ("... στο σώμα σου έχω/ ραντεβού με το Θεό" -απαράδεκτη έμπνευση). Ακολουθεί ο "Καθρέφτης", μια μπαλάντα της Βραχάλη που κάτι θυμίζει από τα παλιά (της "Ακατάλληλης σκηνής" συγκεκριμένα) με τρυφερό στίχο ("Ξέρω πότε είσαι καλά/ και πότε δεν είσαι/ ποτέ γελάς/ πότε πονάς/ πότε προσποιείσαι/ Αν κάτι έμαθα όσο ζω/ είναι καλά να σ' αγαπώ/ μες στα λάθη σου/ σ' αγαπώ" -επίσης εφηβικού ύφους).

Το αμέσως επόμενο κομμάτι, "Γιατί το τραγούδι", του Μωραΐτη είναι το δεύτερο αγαπημένο μου! Αν και ατύχησε σε τίτλο (γιατί θυμίζει το "Γιατί το τραγούδι να 'ναι λυπητερό" -κακά τα ψέματα), ξεχωρίζει γιατί έχει έντεχνο ήχο με πλούσια ενορχήστρωση. Πραγματικά εύχομαι να έλεγε περισσότερα τραγούδια ο Χατζηγιάννης σε αυτό το στιλ. ("Γιατί το τραγούδι να λέει σ' αγαπώ/ κι εσύ δε μου το 'πες ποτέ σου/ γιατί το τραγούδι να λέει θα 'μαι εδώ/ κι εγώ να μετρώ τις σιωπές σου"). Τα "Μηνύματά σου", του ίδιου στιχουργού, ομολογώ πως μου είναι αδιάφορο, εκτός από την πιασάρικη ψευτορόκ μελωδία του και δυναμική ενορχήστρωσή του.

Το "Σ' αγαπώ" της Βραχάλη είναι ένα κλασικό μπιτ κομμάτι, με πλήρη απουσία φυσικών οργάνων. Πιασάρικη μελωδία, πιασάρικος στίχος, πιασάρικη ερμηνεία, ε τι άλλο χρειάζεται για να γίνει σουξέ. Επόμενο είναι το δυναμικό "Αξίζω" του Γρίτση που συμμετέχει στο soundtrack ελληνικής ταινίας. Στην ερμηνεία συνεπικουρεί η Ιουλία Καλλιμάνη. Την πρώτη φορά που το άκουσα δε μου άρεσε, αλλά ύστερα κατάλαβα την ειρωνική και αυτοσαρκαστική διάθεση του στιχουργού και του τραγουδιστή ("Δώσ' τα όλα και θα δείξει/ ένα γίνε με τον πόνο σου/ κι αν ο ουρανός ανοίξει/ κοντρόλαρε το ψώνιο σου" -ό,τι να 'ναι). Συνεχίζουμε με το "Πλάι πλάι" του ίδιου δημιουργού. Ωραία μελωδία, αδιάφορος στίχος.

Αμέσως μετά ακολουθεί η "Βροχή των αστεριών" της Βραχάλη με τη συμμετοχή της Ανδριάνας Μπάμπαλη. Στιχουργικά, το κομμάτι ατύχησε να έχει ίδιο τίτλο με τραγούδι της Ρεβέκκας Ρούσση στο δίσκο του Γιάννη Πλούταρχου "Η δύναμη του έρωτα" και επίσης με έναν πρόσφατο δίσκο της Γλυκερίας, στον οποίο μάλιστα η Ελεάνα είχε μεταξύ άλλων το γνωστό "Κρυφτό". Όσον αφορά το ίδιο το τραγούδι, παραδόξως ο Χατζηγιάννης δε φωνάζει όταν τραγουδάει και ακολουθεί χαμηλές νότες, το ίδιο και η Μπάμπαλη. Μου θύμισε το "Πτήση 201" από την "Παράξενη γιορτή". Τι λες τώρα.

Το "Σ' αγαπώ σε μισώ" επίσης αδιάφορο, μουσικά, στιχουργικά και ερμηνευτικά. Το τραγούδι που κλείνει το δίσκο όμως, "Κάτω απ' τον ίδιο ουρανό" του Γρίτση, είναι το τρίτο αγαπημένο μου και θεωρώ πως αποτελεί ένα από τα καλύτερα κομμάτια που έχει πει ο Χατζηγιάννης. Πρόσεξε ιδιαίτερα την ερμηνεία του σε αυτό και, για να επιλέξει να είναι αυτό που θα κλείσει το δίσκο, σημαίνει ότι είναι κάτι σημαίνει για τον ίδιο ("Κάτω απ' τον ίδιο ουρανό/ το ψέμα και τ' αληθινό/ αδιαφορία και αγάπη πλάι-πλάι/ πάνω σ' αυτήν την ίδια γη/ πεθαίνει τ' όνειρο και ζει/ μοιάζει χαμόγελο το δάκρυ που κυλάει"). Έπιασα τον ευατό μου να δακρύζει στην πρώτη ακρόαση.

Σε γενικές γραμμές, το "Θάρρος ή αλήθεια" είναι ένας "γεμάτος" δίσκος που θα βγάλει κάποιες επιτυχίες και έχει σίγουρα ορισμένα καλά τραγούδια. Το γεγονός ότι σε ορισμένα σημεία θυμίζει παλιότερες δουλειές του Χατζηγιάννη μόνο θετικό μπορεί να είναι. Κάθε πέρσι και καλύτερα που λένε. Μακάρι να συνεχίσει έτσι στους επόμενους δίσκους τους και αντί για αδιάφορα σουξεδάκια-σλόγκαν να φτιάχνει ωραία, ειλικρινή και εμπνευσμένα τραγούδια.

4.9.11

ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΑ ΚΟΥΦΟΝΗΣΙΑ

Μόλις εχθές Σάββατο επέστρεψα από τις εξαήμερες διακοπές μου στα Κουφονήσια... Γεμάτος εικόνες, χρώματα, αναμνήσεις αλλά και δυσάρεστες εντυπώσεις!

Τα Κουφονήσια έχουν τη φήμη του "επίγειου παράδεισου". Δε θα διαφωνήσω! Είναι ένα ιδιαίτερα ήσυχο μέρος, ιδανικός προορισμός για κάποιον που θέλει ήρεμες διακοπές, μακριά από τους ξέφρενους και καταναγκαστικούς ίσως ρυθμούς που συνηθίζονται στα δημοφιλή αιγαιοπελαγίτικα νησιά. Το Πάνω Κουφονήσι αποτελεί το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αφού το Κάτω Κουφονήσι είναι ακατοίκητο και το επισκέπτεται κανείς μόνο με καΐκι. Θα ξεκινήσω από το τελευταίο λοιπόν.

Το Κάτω Κουφονήσι είναι ένα άγονο μικρό νησί, με επίσης μικρές και λίγες παραλίες και άφθονες σπηλιές. Θα έλεγα πως δεν αξίζει παραπάνω από μία επίσκεψη... Μόνο να περάσει κανείς με το καΐκι, να φωτογραφίσει τις σπηλιές που βλέπει στη διαδρομή, να κολυμπήσει στα πεντακάθαρα νερά και να επιστρέψει, πιστεύω πως είναι αρκετό.

Στο Πάνω Κουφονήσι, το πρώτο μέρος που βλέπει ο επισκέπτης είναι η μικρή Χώρα, το λιμάνι του νησιού, στο οποίο βρίσκονται τα καταστήματα, τα εστιατόρια, οι καφετέριες, οι ταβέρνες, τα μπαράκια και φυσικά τα ενοικιαζόμενα δωμάτια και τα ξενοδοχεία. Είναι γεγονός πως ο τουρίστας έχει πολλές επιλογές για το πού θα μείνει. Εγώ έμεινα στο Hotel Koufonissia, το μοναδικό τεσσάρων αστέρων λέει, στο οποίο μου έκανε εντύπωση η έλλειψη περίφραξης, και γύρω από αυτό αλλά και γύρω από τα υπόλοιπα λευκά σπιτάκια της Χώρας.

Οι παραλίες του νησιού δεν είναι πολλές, κατά σειρά απόστασης από το λιμάνι είναι οι εξής: Χαροκόπου-Φοίνικας, Πλατιά Πούντα-Ιταλίδα και Πορί. Νικητής είναι το Πορί, με την τεράστια αμμώδη παραλία και τα σμαραγδί νερά, κάτω από ένα άγριο τοπίο απότομων βράχων. Απίστευτα καθαρά νερά έχει και η Ιταλίδα που είναι μικρότερης έκτασης παραλία βέβαια, αλλά με θάλασσα "λάδι", σε αντίθεση με το Πορί που τις περισσότερες μέρες το "χτυπάει" ο αέρας και η άμμος μπαίνει και στα πιο απρόβλεπτα σημεία (μέσα στα ακουστικά των hands-free και μέσα στο καντράν του ρολογιού χειρός). Παραλίες γυμνιστών δεν υπάρχουν, αλλά τα ήθη είναι κάπως "χαλαρωμένα" στο νησί, αφού ανάμεσα στους λουόμενους που φορούσαν μαγιώ υπήρχαν και αρκετοί τσίτσιδοι, χωρίς να προσβάλλεται κανένας.... Πρόοδος!


Το ταξίδι με το καϊκάκι έχει το γούστο του.... 5 € κοστίζουν τα ναύλα πήγαινε-έλα στο μακρινότερο Πορί. Εύστοχο το σχόλιο ενός επιβάτη ότι αντί για το (διαρκώς επαναλαμβανόμενο) live CD των Ματθαίου-Γιαννούλη από το 2005, θα έπρεπε να ακούγονται τα "Νησιώτικα" του Πάριου σε όλα τα αντίστοιχα καΐκια των ελληνικών νησιών, με απόφαση των Υπουργείων Πολιτισμού και Τουρισμού! Βέβαια οι (δεκάδες) Ιταλοί, πέταγαν τη σκούφια τους με τα κλαπατσίμπανα.

Μεγάλο μειονέκτημα του νησιού ή έλλειψη σοβαρού γιατρού, αφού δύο φορές πήγαμε στο "Πολυδύναμο Ιατρείο Κουφονησίων" στις 11 το πρωί και ο γιατρός δεν είχε έρθει. Τρεχαγυρευόπουλος.

Παρακάτω ακολουθεί μια λίστα με τα καταστήματα που δεν πρέπει και που πρέπει να επισκεφτεί ο τουρίστας, σύμφωνα με ιδία εμπειρία:

--ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ--
  • Ο φούρνος της Γιωργούλας (ή Γιωργίτσας; δε θυμάμαι καλά): ο μοναδικός φούρνος της Χώρας που εκτός από τα πανάκριβα προϊόντα (2 € το κομμάτι πίτσα, 1.5 € μία υποψία κομμάτι μπουγάτσας, 2.5 € ένα ψωμάκι με ζαμπόν, τυρί και δύο σταγόνες μαγιονέζα), είχε μία ανεξήγητη τσιγκουνιά στις χαρτοπετσέτες. Αν υπήρχε άλλος φούρνος, δε θα τους έδινα ούτε ευρώ τσακιστό.
  • Ο καπετάν-Δημήτρης: ψαροταβέρνα στην άκρη του λιμανιού, που όταν πήγα Δευτέρα βράδυ δεν είχε ψάρια, η ντοματοσαλάτα του είχε "πλαστική "ντομάτα και αγγούρι χωρίς γεύση, οι ντοματοκεφτέδες και οι κολοκυθοκεφτέδες δεν ξεχώριζαν μεταξύ τους αφού ήταν τίγκα στο τηγανόλαδο και η μερίδα χταπόδι ψητό σερβίρεται σε μίνι πιάτο σε σχήμα κοχυλιού, έχει μόνο 3 μισά πλοκάμια και κοστίζει 8 €. Δώσαμε 10 € ο καθένας για τα προαναφερόμενα και ούτε που ξαναπατήσαμε. Α, η σαλάτα ήρθε στο τραπέζι μισή ώρα αφού την παραγγείλαμε.
  • Σορόκος: μπαράκι. Ατμοσφαιρικό, με εξαιρετική διακόσμηση και φιλοσοφία, με κουρελούδες, φαναράκια, κεράκια και 9 € το ποτήρι ουίσκι. Για αυτό ήταν άδειο κάθε φορά που περνούσα.
  • Καλάμια: καφετέρια. Πολύ ωραίο στήσιμο, απλό και παραδοσιακό-εναλλακτικό, που όμως όταν πήγαινες στις 11 το πρωί να παίξεις τάβλι ενώ περίμενες το καΐκι των 12 να σε ανεβάσει στο Πορί, ο τύπος σου έλεγε "δε δίνω τάβλι το πρωί γιατί αν σας δουν κι άλλοι μπορεί να ζητήσουν κι αυτοί και να κάνουν το μαγαζί χάλια". Το κουφό ήταν ότι 10 και 11 το βράδυ ο κόσμος έπαιζε κανονικά τάβλι εκεί. Τι να πω. Εξαιρετική η ποιητική συλλογή της Άνιας Καλλίδη που είχαν καρφωμένη με πινέζες στην πόρτα τους, έχασαν όμως στο σέρβις. 2,5 € ο εσπρέσο, 2.5 το ice tea.
  • Το Κοχύλι: ζαχαροπλαστείο. Νόστιμα γλυκά, αλλά είναι απότομη στους τρόπους της η ιδιοκτήτρια. Άθλιο σέρβις. Ένας μπακλαβάς, ένα ραβανί και μια λεμονόπιτα 10.5 €.
  • Η Στροφή: σουβλατζίδικο. Καλό σουβλάκι που περιμένεις στην ουρά να το πάρεις από ένα παραθυράκι που βλέπει στον κεντρικό δρόμο, αλλά κοστίζει 2.5 € η πίτα και 1.5 το καλαμάκι. Φυσικά χωρίς να σου δίνει απόδειξη.
  • Βενέτης: super market. Εξυπηρέτηση "κουκουρούκου", ο τύπος στο ταμείο έκανε αγγαρεία αφού άκουγε δυνατά heavy metal και συζητούσε με τους φίλους του για μηχανάκια. Μεγάλη ακαταστασία στα ράφια, κανονικές τιμές.
  • Cafe-bar Πορί. 3 € ο φραπέ και 3.5 ο εσπρέσο, ενώ για να βρεις την κυρία Σοφία και να πληρώσεις, πρέπει να προσπεράσεις τα 5 παιδάκια της οικογένειας που τρέχουν σαν παλαβά γύρω σου και φυσικά να σου δώσει η κυρία την πρέπουσα σημασία 10 λεπτά αφού έχεις παραλάβει τους καφέδες.
  • Φαρμακείο: φαρμακείο. Η τύπισσα το ανοίγει αν και όποτε γουστάρει. 10.30 και 11 το πρωί κλειστό. Άσε που το έχει κάνει σουπερμάρκετ, ακόμα και γυαλιά ηλίου πουλάει.
--ΠΡΕΠΕΙ--
  • Οι Αταίριαστοι: ψαροταβέρνα-μεζεδοπωλείο. Εξαιρετικό φαγητό, άψογη και ταχύτατη εξυπηρέτηση, κέρασμα στην αρχή, επιδόρπιο και χωνευτικό στο τέλος. Σε κάνουν τα παιδιά εκεί να αισθάνεσαι άνθρωπος και όχι προϊόν. Λίγο τσιμπημένες τιμές αλλά αξίζει τον κόπο. Must!
  • Είναι φως φανάρι: εστιατόριο-πιτσαρία. Γρήγορη εξυπηρέτηση, ωραίο φαγητό, λογικότατες τιμές αλλά... χρειάστηκε να ζητήσω την απόδειξη στη δεύτερη επίσκεψή μου.
  • Το κύμα: καφετέρια. Ωραίο μπαλκονάκι, δίπλα στο κύμα. Ιδανικό για στάση στο βραδινό περίπατο.
Μου είπαν ότι πρέπει οπωσδήποτε να πάω στο Καρνάγιο, τον Καπετάν-Νικόλα και το μπαρ Μύλο, αλλά δεν πρόλαβα... Του χρόνου ίσως.

Οι εντυπώσεις μου λοιπόν από τα Κουφονήσια είναι εξαιρετικές, αν παραβλέψω βέβαια τη συμπεριφορά των ντόπιων που στην πλειονότητά τους μου φάνηκαν άξεστοι και αφιλόξενοι. Και άσχετοι. Τους ρωτούσα πού μπορώ να πάω να φάω καλά ή να κάνω ένα ωραίο μπάνιο και δεν ήξεραν. Άσε που απέφευγαν την έκδοση απόδειξης.

Κατά τα άλλα, το καταπληκτικό τοπίο στο Πορί και γενικά τα πεντακάθαρα παραδεισένια σμαραγδί νερά ("να τα πιεις στο ποτήρι" έλεγε ένας γείτονας) ακόμα και μέσα στο λιμάνι, αποτελούν ένα σημαντικό λόγο για να επισκεφτεί κανείς τα Κουφονήσια... Και φυσικά η ηρεμία, αυτή η απίστευτη ησυχία το βράδυ, που εκτός από τα χαμηλά φώτα, τίποτα δεν αποσπά τις αισθήσεις σου... Οι χαμηλοί ρυθμοί και οι ήχοι της φύσης, ο παφλασμός των κυμάτων και το βουητό του αέρα... Αυτά έχω να θυμάμαι......

Υ.Γ.: Το soundtrack των διακοπών μου στα Κουφονήσια δε θα μπορούσαν να είναι άλλο από το "Move on" των ABBA ("The morning breeze that ripples the surface of the sea... The crying of the seagulls that hover over me...").


10.7.11

Μνήμη Ανδανίας

Τα καλοκαίρια συχνά με φιλοξενούσαν ο παππούς και η γιαγιά. Το σπίτι τους ήταν σε κοντινό χωριό με το δικό μου, οπότε ήταν προσωρινός ο πόνος του αποχωρισμού των γονέων. Εξάλλου μαζί τους είχα καθημερινή επικοινωνία, μέσα από το κλασικό γκρι τηλέφωνο της γιαγιάς με τα τετράγωνα μαύρα κουμπιά, όμως επειδή το χωριό είχε λίγους κατοίκους δεν υπήρχε καλή υποδομή στην τηλεφωνία, οπότε άκουγα τη μητέρα μου "σαν από μακριά" και με καθυστέρηση, και αυτό μου έδινε μιαν αίσθηση απόστασης.

Θυμάμαι που τα μεσημέρια ο παππούς κοιμόταν στο υπόγειο γιατί ήταν δροσερά. Εκεί φυλούσε το κρασί και το λάδι και εγώ πολλές φορές έπαιζα δίπλα στο κρεβάτι του με διάφορα παλιά αντικείμενα, αθόρυβα πάντα, φτιάχνοντας στο μυαλό μου εικόνες ότι ζω σε περασμένη εποχή, τότε που οι άνθρωποι είχαν άμεση σχέση με τη γη και τη φύση. Τσάπες, δρεπάνια, πριόνια, τσεκούρια, λιόπανα, πάνινα σακιά, τέμπλες, κατασκεύαζα έναν κόσμο δικό μου, πλίνθινο, όπως εκείνος που μου αφηγούνταν ότι βίωσαν οι ίδιοι. Και με έπαιρνε ο ύπνος κουλουριασμένο δίπλα ακριβώς στον παππού, ακίνητος για να μην τον ξυπνήσω.

Το απόγευμα ο παππούς πήγαινε στο κτήμα κι εγώ, μαζί με τα ξεσηκωμένα γειτονόπουλα, στην "αγορά", τη γειτονιά όπου κάποτε χτυπούσε η καρδιά του χωριού με το μπακάλικο, το φούρνο και το καφενείο. Πλέον έμεναν κάτι τεράστια αιωνόβια πλατάνια και κάτι πέτρινα τραπέζια για να θυμίζουν τις δόξες του παρελθόντος. Με τους φίλους παίζαμε κρυφτό στα γύρω χαλάσματα, κι εγώ έπλαθα στο μυαλό μου μιαν άλλη εποχή. Κρυβόμουν και μέσα από τα γκρεμισμένα παράθυρα φανταζόμουν την οικογένεια του σπιτιού να γυρίζει κατάκοπη απ' τις δουλειές στο χωράφι, με τον καθένα να σέρνει κι από ένα ζώο. Φανταζόμουν τη μάνα να ετοιμάζει φαγητό στο τσουκάλι, τον πατέρα να ξεκουράζεται αμίλητος, καθισμένος σε ένα σκωροφαγωμένο σκαμνί δίπλα στον μοναδικό του σπιτιού ντορβά και τα παιδιά να τακτοποιούν τα ζώα στην αυλή. Λίγο αργότερα τους έπαιρνε ο ύπνος, στρωματσάδα, ευτυχισμένους που άλλη μία δύσκολη μέρα έφτανε στο τέλος της. Αύριο πάλι.

Στην είσοδο της εκκλησίας του χωριού, Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης μεγάλη η Χάρη τους, και εκατέρωθέν της, ήταν εγκατεστημένες δύο αρχαίες ενεπίγραφες μαρμάρινες πλάκες. Οι επιστήμονες έλεγαν πως περιέγραφαν την τελετουργία κάποιων αρχαίων μυστηρίων που λάμβαναν χώρα πριν από εκατοντάδες χρόνια στην περιοχή και τις βρήκαν κάποιοι χωριανοί τυχαία, και πως επειδή δεν ήξεραν γράμματα τις τοποθέτησαν κατά πώς έκριναν, οπότε για να τις διαβάσει κανείς έπρεπε να γείρει το κεφάλι του ενενήντα μοίρες δεξιά. Αφού τα παιδιά τελειώναμε το κρυφτό στην "αγορά", κινούσαμε για την εκκλησία της οποίας ο περίβολος αποτελούσε για μας έδαφος για ατέλειωτο παιχνίδι. Ενώ οι άλλοι έτρεχαν και έπαιζαν, θυμάμαι τον εαυτό μου να κάθεται μπροστά από τις πλάκες, με το κεφάλι στο πλάι και να προσπαθεί να διαβάσει. Να καταλάβει. Μέχρι τότε δεν είχα επαφή με τα αρχαία ελληνικά. Κι όμως ξεχώριζα κάποιες λέξεις, Μνασίστρατος, Ραβδοφόρος, Μεγάλοις Θεοίς, Απόλλωνι Καρνείω, κάπρον, δραχμαί, Δήμητρα, Αγνή. Αρκετές φορές έκανα την απόπειρα να καταγράψω ολόκληρο το κείμενο σε ένα παλιό τετράδιο της γιαγιάς, αυτό που έγραφε τη λίστα με τα ψώνια της εβδομάδας, μα ποτέ δεν τα κατάφερνα γιατί μούδιαζε ο λαιμός μου... Έλεγα όμως πως όταν μεγαλώσω θα γίνω αρχαιολόγος για να διαβάσω τι λένε οι επιγραφές και να έρθω στην περιοχή να κάνω ανασκαφές σαν τον Ιντιάνα Τζόουνς.

Τελικά αρχαιολόγος δεν έγινα και πολύ αργότερα ανακάλυψα τον Παυσανία, ο οποίος στα "Μεσσηνιακά" αναφέρει πως τα μυστήρια της Ανδανίας ήταν ξακουστά στην Ελλάδα και δεύτερα σε λαμπρότητα και σπουδαιότητα μετά τα Ελευσίνια. Τώρα, κάθε φορά που επισκέπτομαι το χωριό (ο συνονόματος παππούς και η γιαγιά δε ζουν πια), χωρίς να περάσω από το σφραγισμένο σπίτι γιατί με πονάει, μετά το νεκροταφείο και την απαραίτητη τελετουργία με κεριά και λιβάνια, πηγαίνω στην εκκλησία και χαζεύω της πλάκες. Με τις ώρες. Γεμίζει η ψυχή μου θαυμασμό, πλημμυρίζει ελπίδες ότι κάποτε θα ανακαλύψω κάποια άλλα μυστήρια, πρώτος, και πως θα ανασκάψω τις αιτίες τους, εκείνων αλλά και κάθε μυστηρίου που ταλανίζει τον κόσμο. Ακόμα ζει μέσα μου η κουρασμένη οικογένεια, εκείνη η ξεθεωμένη μάνα που μεριμνούσε για το φαγητό, αυτός ο ήρωας πατέρας που πάλευε διαρκώς με τη γη και τα παιδιά, μες στα κουρέλια τους να ονειρεύονται παπούτσια. Γιατί αγωνίζονταν να ζήσουν, αφού είχαν γνώση της μοίρας και του μέλλοντός τους; Φτωχοί, δεν είχαν ούτε κρασί ούτε λάδι για φαγητό ή για μυσταγωγίες. Προσεύχονταν στον ίδιο Θεό, μικρό η μεγάλο, έναν ή πολλαπλό, αρχαίο ή σύγχρονο δεν έχει σημασία. Και πάντα η ίδια προσευχή: σώσε μας.

Σήμερα από τα πλατάνια κρέμονται γερασμένα φίδια, στα πέτρινα τραπέζια έχουν σχηματιστεί ρωγμές, ο φούρνος δε βγάζει πια ψωμί. Το νεκροταφείο γέμισε τόσο που χτίστηκε οστεοφυλάκιο, τα μονοπάτια πνίγηκαν στη βλάστηση και από τα χείλη των σπιτιών δε βγαίνει ψίθυρος. Μεγάλος πια (με κουστούμι και χαρτοφύλακα κυκλοφορώ), περπατώ βράδυ καλοκαιριού ακούγοντας τα τριζόνια να αφηγούνται τρομερές ιστορίες και όπως βλέπω να με προσπερνούν μυστηριώδεις στο δρόμο για την εκκλησία σκιές , λέω "Ελάτε παιδιά, σας έφερα παπούτσια. Ελάτε να παίξουμε.".

14.2.11

Κολεξιόν 2010-2011

Χθες, Κυριακή 13 Φεβρουαρίου, επέστρεφα ανέμελος στο σπίτι μετά τον απογευματινό καφέ μου και συνάντησα στα Πέτράλωνα τρεις αλλοδαπούς να μαζεύουν παλιά ρούχα από τα σκουπίδια, τα οποία προφανώς κάποιοι είχαν πετάξει. Μπράβο μας.


2.1.11

"ΦΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΥΝΙΑ ΤΟΥ"


"Ο παππούς μου ήταν αγροφύλακας. Από εκείνον κληρονόμησα την αγάπη για τη γη. Ή μάλλον, την ταύτιση με τη γη. Θυμάμαι κάτι παιδικά καλοκαίρια με έντονη την εικόνα και τη μυρωδιά του φρεσκοργωμένου χώματος, με τα αραιά ξεραμένα χορταράκια δίπλα στις ελιές που δίψαγαν για φροντίδα. Πατούσες και χανόταν το πόδι σου μέχρι τον αστράγαλο, προκαλώντας έναν κουραστικό περίπατο και φυσικά ανυπομονησία να φτάσεις στο δροσερό πέτρινο πηγάδι με τα φθαρμένα από τα φιλήματα του σχοινιού, χείλη.

Ο παππούς πάντα εκεί. Να βγάζει νερό με τον τσίγκινο κουβά, συμβουλεύοντάς μας να φυσήξουμε την επιφάνειά του προτού πιούμε, να φύγουν τα σκουπιδάκια. Να κόβει ντομάτες, να τις πλένει και να τις μοιράζει σε κομμάτια. Χωρίς πηρούνι, με τα χέρια. Ποια χώματα και ποια μικρόβια.

Φορώντας ένα λεπτό φανελένιο πουκάμισο, έφτιαχνε το κρεβάτι κάτω από το κλήμα για το μεσημεριανό μας ύπνο. Παππού, δε φοβάσαι τα φίδια, τον ρωτούσα. Τα σκοτώνω, τους ρίχνω μία στο κεφάλι και πάρ' τα κάτω, απαντούσε με σιγουριά. Μα πώς, αν σε τυλίξουν στον ύπνο σου πώς θα προλάβεις να αντιδράσεις; Ανάμνηση Ηρακλέως.

Ορισμένες φορές γυρνούσε στο σπίτι κρατώντας το τρόπαιο ενός φόνου. Δέρμα, λέπια, αίματα, το χρονικό μιας απειλής καταγεγραμμένο στο ξύλο μια αξίνας. Το παρολίγον κακό είχε χωρίς έλεος εξολοθρευθεί. Τώρα όμως; Που χάρισε το σώμα του στη γη που τόσο λάτρευε, που η υγρασία τού περονιάζει τα κόκαλα, γκλιν-γκλιν χτυπά το τζαμάκι απ' το καντήλι του όταν βρέχει και φυσάει, τώρα τι γίνεται; Ποιος έχει μπράτσα πιο δυνατά από την ηλικία του; Ποιος διώχνει το Φόβο, ποιος σκοτώνει το Κακό;"